ἀφρόντιστος
thoughtless, heedless, taking no care
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀφρόντιστος)
LSJ
(ἀφρόντιστος)
Short Defs
(ἀφρόντιστος)
Middle Liddell
(ἀφρόντιστος)
Morphological Data
ἀφρόντιστος
ADJ
ἀφρόντιστος
ADV