ἀστυνομέω
to be an ἀστυνόμος, praetor urbanus
Dictionaries
LSJ
(ἀστυνομέω)
Short Defs
(ἀστυνομέω)
Middle Liddell
(ἀστυνομέω)
Morphological Data
ἀστυνομέω
VERB