ἀρχισυνάγωγος

the ruler of a synagogue

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀρχισυνάγωγος)
LSJ (ἀρχισυνάγωγος)
Short Defs (ἀρχισυνάγωγος)

Morphological Data

ἀρχισυνάγωγος NOUN