ἀρχιθέωρος
chief of a θεωρία or sacred embassy
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀρχιθέωρος)
LSJ
(ἀρχιθέωρος)
Short Defs
(ἀρχιθέωρος)
Morphological Data
ἀρχιθέωρος
NOUN