ἀρρώστημα

an illness, a sickness

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀρρώστημα)
LSJ (ἀρρώστημα)
Short Defs (ἀρρώστημα)
Middle Liddell (ἀρρώστημα)

Morphological Data

ἀρρώστημα NOUN