ἀριθμητός
easily numbered, few in number
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀριθμητός)
LSJ
(ἀριθμητός)
Short Defs
(ἀριθμητός)
Middle Liddell
(ἀριθμητός)
Morphological Data
ἀριθμητός
ADJ
ἀριθμητός
NOUN
ἀριθμητός
VERB
ἀριθμητός
ADV