ἀργυραμοιβός
a money-changer, banker
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀργυραμοιβός)
LSJ
(ἀργυραμοιβός)
Short Defs
(ἀργυραμοιβός)
Morphological Data
ἀργυραμοιβός
NOUN