ἀπόστολος
a messenger, ambassador, envoy
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀπόστολος)
LSJ
(ἀπόστολος)
Short Defs
(ἀπόστολος)
Middle Liddell
(ἀπόστολος)
Morphological Data
ἀπόστολος
NOUN