ἀπόκομμα

a splinter, chip, shred

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπόκομμα)
LSJ (ἀπόκομμα)
Short Defs (ἀπόκομμα)
Middle Liddell (ἀπόκομμα)

Morphological Data

ἀπόκομμα NOUN