ἀπόδεσμος

a breastband, girdle

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπόδεσμος)
LSJ (ἀπόδεσμος)
Short Defs (ἀπόδεσμος)
Middle Liddell (ἀπόδεσμος)

Morphological Data

ἀπόδεσμος NOUN