ἀποτείχισις

the walling off a town, blockading

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀποτείχισις)
LSJ (ἀποτείχισις)
Short Defs (ἀποτείχισις)
Lexicon Thucydideum (ἀποτείχισις)
Middle Liddell (ἀποτείχισις)

Morphological Data

ἀποτείχισις NOUN