ἀποστρατοπεδεύομαι
to encamp away from
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀποστρατοπεδεύομαι)
LSJ
(ἀποστρατοπεδεύομαι)
Short Defs
(ἀποστρατοπεδεύομαι)
Morphological Data
ἀποστρατοπεδεύομαι
VERB