ἀποναρκόομαι
to become quite torpid, insensible
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀποναρκόομαι)
LSJ
(ἀποναρκόομαι)
Short Defs
(ἀποναρκόομαι)
Morphological Data
ἀποναρκόομαι
VERB