ἀποδοκιμάζω
to reject on scrutiny, to reject for want of qualification
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀποδοκιμάζω)
LSJ
(ἀποδοκιμάζω)
Short Defs
(ἀποδοκιμάζω)
Middle Liddell
(ἀποδοκιμάζω)
Morphological Data
ἀποδοκιμάζω
VERB
ἀποδοκιμάζω
NOUN
ἀποδοκιμάζω
ADJ
ἀποδοκιμάζω
x-
ἀποδοκιμάζω
ADV