ἀποδιοπομπέομαι
to avert threatened evils by offerings to Zeus, to conjure away
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀποδιοπομπέομαι)
LSJ
(ἀποδιοπομπέομαι)
Short Defs
(ἀποδιοπομπέομαι)
Morphological Data
ἀποδιοπομπέομαι
VERB