ἀπογίγνομαι

to be away from, have no part in

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀπογίγνομαι)
LSJ (ἀπογίγνομαι)
Short Defs (ἀπογίγνομαι)
Lexicon Thucydideum (ἀπογίγνομαι)
Middle Liddell (ἀπογίγνομαι)

Morphological Data

ἀπογίγνομαι VERB
ἀπογίγνομαι NOUN
ἀπογίγνομαι ADJ
ἀπογίγνομαι ADV