ἀποβουκολέω

to let cattle stray: to lose

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀποβουκολέω)
LSJ (ἀποβουκολέω)
Short Defs (ἀποβουκολέω)
Middle Liddell (ἀποβουκολέω)

Morphological Data

ἀποβουκολέω VERB