ἀπαραμύθητος
not to be persuaded, inconsolable
Dictionaries
LSJ
(ἀπαραμύθητος)
Short Defs
(ἀπαραμύθητος)
Middle Liddell
(ἀπαραμύθητος)
Morphological Data
ἀπαραμύθητος
ADJ
ἀπαραμύθητος
ADV