ἀπαραλόγιστος
not to be deceived
Dictionaries
LSJ
(ἀπαραλόγιστος)
Short Defs
(ἀπαραλόγιστος)
Morphological Data
ἀπαραλόγιστος
ADJ
ἀπαραλόγιστος
ADV
ἀπαραλόγιστος
NOUN
ἀπαραλόγιστος
x-