ἀπαραίτητος
not to be moved by prayer, inexorable
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀπαραίτητος)
LSJ
(ἀπαραίτητος)
Short Defs
(ἀπαραίτητος)
Lexicon Thucydideum
(ἀπαραίτητος)
Middle Liddell
(ἀπαραίτητος)
Morphological Data
ἀπαραίτητος
ADJ
ἀπαραίτητος
ADV
ἀπαραίτητος
NOUN
ἀπαραίτητος
VERB