ἀντιταλαντεύω

to counterbalance, compensate for

Dictionaries

LSJ (ἀντιταλαντεύω)
Short Defs (ἀντιταλαντεύω)
Middle Liddell (ἀντιταλαντεύω)

Morphological Data

ἀντιταλαντεύω VERB