ἀντισηκόω
to counterbalance, compensate for
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀντισηκόω)
LSJ
(ἀντισηκόω)
Short Defs
(ἀντισηκόω)
Middle Liddell
(ἀντισηκόω)
Morphological Data
ἀντισηκόω
VERB