ἀντισεμνύνομαι

to meet pride with pride

Dictionaries

LSJ (ἀντισεμνύνομαι)
Short Defs (ἀντισεμνύνομαι)
Middle Liddell (ἀντισεμνύνομαι)

Morphological Data

ἀντισεμνύνομαι VERB