ἀντιπροκαλέομαι

to retort a legal challenge

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀντιπροκαλέομαι)
LSJ (ἀντιπροκαλέομαι)
Short Defs (ἀντιπροκαλέομαι)

Morphological Data

ἀντιπροκαλέομαι VERB