ἀντιπολιτεύομαι

to be a political opponent

Dictionaries

LSJ (ἀντιπολιτεύομαι)
Short Defs (ἀντιπολιτεύομαι)
Middle Liddell (ἀντιπολιτεύομαι)

Morphological Data

ἀντιπολιτεύομαι VERB