ἀντιπαρασκευάζομαι
to prepare oneself in turn, arm on both sides
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀντιπαρασκευάζομαι)
LSJ
(ἀντιπαρασκευάζομαι)
Short Defs
(ἀντιπαρασκευάζομαι)
Lexicon Thucydideum
(ἀντιπαρασκευάζομαι)
Middle Liddell
(ἀντιπαρασκευάζομαι)
Morphological Data
ἀντιπαρασκευάζομαι
VERB