ἀντιμειρακιεύομαι

to behave petulantly in return

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀντιμειρακιεύομαι)
LSJ (ἀντιμειρακιεύομαι)
Short Defs (ἀντιμειρακιεύομαι)
Middle Liddell (ἀντιμειρακιεύομαι)

Morphological Data

ἀντιμειρακιεύομαι VERB