ἀντικαταλείπω

to leave in one's stead

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀντικαταλείπω)
LSJ (ἀντικαταλείπω)
Short Defs (ἀντικαταλείπω)
Middle Liddell (ἀντικαταλείπω)

Morphological Data

ἀντικαταλείπω VERB