ἀνταπαμείβομαι
to obey in turn
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀνταπαμείβομαι)
LSJ
(ἀνταπαμείβομαι)
Short Defs
(ἀνταπαμείβομαι)
Middle Liddell
(ἀνταπαμείβομαι)
Morphological Data
ἀνταπαμείβομαι
VERB