ἀνσχετός
to be borne, sufferable, endurable
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀνσχετός)
LSJ
(ἀνσχετός)
Short Defs
(ἀνσχετός)
Cunliffe (Lex Entries)
(ἀνσχετός)
Morphological Data
ἀνσχετός
ADJ