ἀνολοφύρομαι
to break into loud wailing
Dictionaries
LSJ
(ἀνολοφύρομαι)
Short Defs
(ἀνολοφύρομαι)
Lexicon Thucydideum
(ἀνολοφύρομαι)
Morphological Data
ἀνολοφύρομαι
VERB