ἀνθυποπτεύω

to suspect mutually

Dictionaries

LSJ (ἀνθυποπτεύω)
Short Defs (ἀνθυποπτεύω)
Lexicon Thucydideum (ἀνθυποπτεύω)

Morphological Data

ἀνθυποπτεύω VERB