ἀνθομολογέομαι
to make a mutual agreement
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀνθομολογέομαι)
LSJ
(ἀνθομολογέομαι)
Short Defs
(ἀνθομολογέομαι)
Morphological Data
ἀνθομολογέομαι
VERB