ἀνδροπλήθεια
a multitude of men
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀνδροπλήθεια)
LSJ
(ἀνδροπλήθεια)
Short Defs
(ἀνδροπλήθεια)
Morphological Data
ἀνδροπλήθεια
NOUN