ἀνδροκτασία

slaughter of men

Dictionaries

LSJ (ἀνδροκτασία)
Short Defs (ἀνδροκτασία)
Middle Liddell (ἀνδροκτασία)

Morphological Data

ἀνδροκτασία NOUN
ἀνδροκτασία VERB
ἀνδροκτασία ADJ
ἀνδροκτασία NOUN