ἀνδριαντοποιός
a statue-maker, statuary, sculptor
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀνδριαντοποιός)
LSJ
(ἀνδριαντοποιός)
Short Defs
(ἀνδριαντοποιός)
Middle Liddell
(ἀνδριαντοποιός)
Morphological Data
ἀνδριαντοποιός
NOUN