ἀναπετάννυμι

to spread out, unfold, unfurl

Dictionaries

LSJ (ἀναπετάννυμι)
Short Defs (ἀναπετάννυμι)
Cunliffe (Lex Entries) (ἀναπετάννυμι)
Middle Liddell (ἀναπετάννυμι)

Morphological Data

ἀναπετάννυμι VERB