ἀναμηρυκάομαι
to chew the cud
Dictionaries
LSJ
(ἀναμηρυκάομαι)
Short Defs
(ἀναμηρυκάομαι)
Middle Liddell
(ἀναμηρυκάομαι)
Morphological Data
ἀναμηρυκάομαι
VERB