ἀναίσθητος
insensate, unfeeling
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀναίσθητος)
LSJ
(ἀναίσθητος)
Short Defs
(ἀναίσθητος)
Lexicon Thucydideum
(ἀναίσθητος)
Lexicon Thucydideum
(ἀναίσθητος)
Middle Liddell
(ἀναίσθητος)
Morphological Data
ἀναίσθητος
ADJ
ἀναίσθητος
ADV
ἀναίσθητος
NOUN
ἀναίσθητος
VERB
ἀναίσθητος
ADJ