ἀνέγκλητος

not accused, without reproach, void of offence

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀνέγκλητος)
LSJ (ἀνέγκλητος)
Short Defs (ἀνέγκλητος)

Morphological Data

ἀνέγκλητος ADJ
ἀνέγκλητος ADV