ἀμφιστρατάομαι

to beleaguer, besiege

Dictionaries

LSJ (ἀμφιστρατάομαι)
Short Defs (ἀμφιστρατάομαι)
Middle Liddell (ἀμφιστρατάομαι)

Morphological Data

ἀμφιστρατάομαι VERB