ἀμφιμυκάομαι
to bellow around
Dictionaries
LSJ
(ἀμφιμυκάομαι)
Short Defs
(ἀμφιμυκάομαι)
Cunliffe (Lex Entries)
(ἀμφιμυκάομαι)
Middle Liddell
(ἀμφιμυκάομαι)
Morphological Data
ἀμφιμυκάομαι
VERB