ἀμμορία
not one's fate, portion
[del. as per Rev.Supp.]
Dictionaries
LSJ
(ἀμμορία1)
LSJ
(ἀμμορία2)
Short Defs
(ἀμμορία)
Short Defs
(ἀμμορία2)
Middle Liddell
(ἀμμορία)
Morphological Data
ἀμμορία
NOUN