ἀμετάπειστος

not to be moved by persuasion, inexorable

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀμετάπειστος)
LSJ (ἀμετάπειστος)
Short Defs (ἀμετάπειστος)

Morphological Data

ἀμετάπειστος ADJ
ἀμετάπειστος ADV