ἀλλοίωσις
a change, alteration
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀλλοίωσις)
LSJ
(ἀλλοίωσις)
Short Defs
(ἀλλοίωσις)
Middle Liddell
(ἀλλοίωσις)
Morphological Data
ἀλλοίωσις
NOUN
ἀλλοίωσις
ADJ
ἀλλοίωσις
VERB
ἀλλοίωσις
PRONOUN