ἀκερσεκόμης

with unshorn hair

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀκερσεκόμης)
LSJ (ἀκερσεκόμης)
Short Defs (ἀκερσεκόμης)
Cunliffe (Lex Entries) (ἀκερσεκόμης)
Middle Liddell (ἀκερσεκόμης)

Morphological Data

ἀκερσεκόμης NOUN
ἀκερσεκόμης VERB
ἀκερσεκόμης ADJ
ἀκερσεκόμης NOUN