ἀκατάπαυστος

that cannot cease from

Dictionaries

Cambridge Greek Lexicon (ἀκατάπαυστος)
LSJ (ἀκατάπαυστος)
Short Defs (ἀκατάπαυστος)
Middle Liddell (ἀκατάπαυστος)

Morphological Data

ἀκατάπαυστος ADV
ἀκατάπαυστος ADJ
ἀκατάπαυστος NOUN