ἀδιεξίτητος

that cannot be exhausted, infinite in extent

Dictionaries

LSJ (ἀδιεξίτητος)
Short Defs (ἀδιεξίτητος)

Morphological Data

ἀδιεξίτητος ADJ
ἀδιεξίτητος NOUN
ἀδιεξίτητος VERB
ἀδιεξίτητος ADV