ἀγροικίζομαι
to be rude and boorish
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀγροικίζομαι)
LSJ
(ἀγροικίζομαι)
Short Defs
(ἀγροικίζομαι)
Morphological Data
ἀγροικίζομαι
VERB