ἀγκιστρόομαι
to be furnished with barbs
Dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
(ἀγκιστρόομαι)
LSJ
(ἀγκιστρόομαι)
Short Defs
(ἀγκιστρόομαι)
Morphological Data
ἀγκιστρόομαι
VERB